Η μελέτη της κυπριακής νομολογίας οδηγεί στην διαπίστωση πως τα δικαστήρια, κατά κανόναν, αναγνωρίζουν ευρύ πεδίο ελευθερίας στον δημοσιευμένο πολιτικό ιδεολογικό λόγο. Επιτυγχάνουν δε να προστατεύουν την ελευθερία αυτή χωρίς να παραγνωρίζουν το δικαίωμα στην καλή φήμη και την υπόληψη. Ο πολιτικός ιδεολογικός αντίπαλος μπορεί να σχολιασθεί και να επικριθεί ελεύθερα και έντονα, υπό την προϋπόθεση ότι το δημοσίευμα δεν περιέχει ύβρεις και ακραίες εκφράσεις εναντίον του, δεν του προσάπτει αβάσιμες κατηγορίες για την διάπραξη αδικημάτων (αστικών, ποινικών, πειθαρχικών) και δεν τον καθιστά στόχο δημόσιας χλεύης και δημόσιου εξευτελισμού. Με την συνδρομή της νομολογίας, στην Δημοκρατία, ο πολιτικός ιδεολογικός διάλογος παραμένει αλώβητος από την τυραννία της εκφυλισμένης πολιτικής ορθότητας.
Διαβάστε στο Μέρος Α’:
1. Η ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα στην καλή φήμη και την υπόληψη
2. Η πολιτική ιδεολογική αντιπαράθεση δια του Τύπου και η δυσφήμιση
3. Κυπριακή Νομολογία
Για την παρουσίαση του ισχύοντος Κυπριακού δικαίου της δυσφήμισης, ουσιαστικού και δικονομικού, επιλέγησαν δέκα (10) δικαστικές αποφάσεις, δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας, όπου επίδικο είναι κείμενο ιδεολογικού περιεχομένου, δημοσιευμένο στον Τύπο. Η επιλογή οφείλεται στο γεγονός ότι, επιπλέον του νομικού, οι αποφάσεις αυτές παρουσιάζουν ιστορικό και πολιτισμικό ενδιαφέρον. Αναπαράγοντας τα επίδικα δημοσιεύματα, οι αποφάσεις αυτές διασώζουν την μνήμη ιστορικών γεγονότων και πολιτικών ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Διασώζουν, επίσης, την μορφή της γλώσσας, το εκφραστικό ύφος και το ήθος φορέων πολιτικών ιδεολογιών σε διάφορες εποχές. Είναι, επίσης, ενδιαφέρον το φαινόμενο ο ιδεολογικός αντίπαλος να επικρίνεται, στα παλαιότερα δημοσιεύματα, με την χρήση όρων Αποκάλυψης ενώ στα νεότερα με την χρήση όρων απλώς επιθετικών και δογματικών. Οι αποφάσεις παρουσιάζονται ομαδοποιημένες, κυρίως με κριτήριο την πολιτική επικαιρότητα της περιόδου της επίδικης δημοσίευσης.
Στο Α’ μέρος παρουσιάστηκαν οι αποφάσεις που σχετίζονται με την πιο κάτω θεματολογία:
- Η εθνική ταυτότητα και ο πατριωτισμός
- Η περίοδος της προεδρίας του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’
Στο Β’ μέρος παρουσιάζονται αποφάσεις που σχετίζονται με την πιο κάτω θεματολογία:
- Η αμυντική θωράκιση της Δημοκρατίας
- Οι σχέσεις μεταξύ της Ελληνικής και της Τουρκικής κοινότητας, τα μέλη του Νεοκυπριακού Συνδέσμου, το ψευδοκράτος, το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και το «Σχέδιο Ανάν»
- Πολιτική σάτιρα
Ας σημειωθεί πως, διαχρονικά, οι Έλληνες Κύπριοι, είτε ως άτομα είτε ως μέλη κομματικών ή άλλων πολιτικών οργανισμών, πρεσβεύουμε και προωθούμε πολιτικές ιδεολογίες οι οποίες δεν προκύπτουν απλώς και μόνον από την συνάρτηση των ιδεών μας για το δίκαιο και λειτουργικό οικονομικό σύστημα, για την ιδεώδη και ωφέλιμη κοινωνική δομή και για τις εξελικτικές και συμφέρουσες σχέσεις της πατρίδας μας με τα άλλα κράτη. Ανέκαθεν, οι Έλληνες Κύπριοι παρουσιάζουμε την ιδιαιτερότητα να πρεσβεύουμε και να προωθούμε πολιτικές ιδεολογίες συναρτώμενες και προς τις ιδέες και τις επιθυμίες μας για την λύση του, δυστυχώς, πάντα επίκαιρου Κυπριακού προβλήματος. Γύρω από αυτήν την πρόσθετη, βασική γραμμή της πολιτικής ιδεολογικής τοποθέτησής μας, περιστρέφονται και κυριαρχούν οι προσωπικές, ενδιάθετες στάσεις του κάθε ενός από εμάς έναντι της εθνικής μας ταυτότητας (έναντι του Ελληνικού έθνους και του Ελληνικού κράτους) καθώς και έναντι της Τουρκικής κοινότητας. Αυτή η ιδιαιτερότητα καθορίζει, κατά κύριο λόγο, το πλαίσιο εντός του οποίου εκδηλώνονται οι πολιτικές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις μας.
3.3. Η αμυντική θωράκιση της Δημοκρατίας
Στην απόφαση Αλήθεια Εκδοτική Εταιρεία Λτδ κ.α. ν. Αλωνεύτη (2002) 1 ΑΑΔ 1863, ο ιδεολογικός αντίπαλος επικρίνεται για συμπεριφορές και ενέργειες επιζήμιες για την οικονομία και την αμυντική θωράκιση της πατρίδας του. Η αμυντική θωράκιση της Δημοκρατίας, δηλαδή η ικανότητά της να αντιστέκεται στην επιθετική και επεκτατική στρατηγική της Τουρκίας, αποτελεί ζήτημα ζωτικής σημασίας. Οι συζητήσεις για την ορθότητα των αμυντικών σχεδιασμών, στους οποίους προβαίνουν οι εκάστοτε ιθύνοντες, και για την καταλληλότητα των αμυντικών εξοπλισμών, τους οποίους αυτοί επιλέγουν να αγοράσουν, είναι συχνές. Συχνές είναι και οι σχετικές αντιπαραθέσεις των ιδεολογικών πολιτικών αντιπάλων, που γίνονται έντονες κατά τις προεκλογικές περιόδους.
Το εφετείο, στην εκτενή και αναλυτική απόφασή του, κατά πλειοψηφίαν, απέρριψε την έφεση και επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση στην ολότητά της. Το εφετείο παρέθεσε τις ακόλουθες αρχές δικαίου και νομικές σκέψεις:
(i) Εν αμφιβολία, μεταξύ της ελευθερίας του λόγου και του δικαιώματος στην καλή φήμη και την υπόληψη, προκρίνεται η πρώτη.
(ii) Η ορθή προβολή της υπεράσπισης του προνομίου υπό όρους προϋποθέτει τον δικογραφημένο προσδιορισμό του καθήκοντος, κατ’ επίκλησιν του οποίου γίνεται το (δυσφημιστικό) δημοσίευμα.
(iii) Η επιτυχία της υπεράσπισης, η οποία συναρτάται με την ύπαρξη υποχρέωσης μετάδοσης πληροφοριών, εκ μέρους του μεταδίδοντος, και δικαιώματος λήψης αυτών, εκ μέρους του πληροφορουμένου, εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, περιλαμβανομένων της φύσης των πληροφοριών, του ενδιαφέροντος του κοινού για ορισμένο ζήτημα, την πηγή των πληροφοριών, την διερεύνηση της αλήθειας των πληροφοριών, την αναζήτηση της άποψης του ενδιαφερομένου.
(iv) Η επιτυχία της υπεράσπισης της αλήθειας προϋποθέτει την απόδειξη του γεγονότος ότι, πριν από την επίδικη δημοσίευση, ο εναγόμενος ενδιαφέρθηκε εμπράκτως για την συνδρομή των περιστατικών που επικαλείται και την διερεύνησε. Σε τέτοια περίπτωση, ορθώτερο είναι ο εναγόμενος να θέσει υπ’ όψιν του ενάγοντος τα ευρήματά του για να μπορέσει αυτός να τα σχολιάσει.
(v) Ο Τύπος έχει υποχρέωση να αναζητεί τις απόψεις του ενδιαφερομένου, ως μέθοδο ελέγχου της αλήθειας του δημοσιεύματος, και οφείλει να παραθέτει και την διαφορετική θέση εν σχέσει με αυτό.
(vi) Η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, συμπεριλαμβανομένης της διαπίστωσης της αξιοπιστίας μαρτύρων, ανάγεται στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Το εφετείο επεμβαίνει στην κρίση αυτή κατ’ εξαίρεσιν και μόνον εφ’ όσον, εξ αντικειμένου, οι διαπιστώσεις καταδεικνύονται επισφαλείς.
(vii) Οι διατάξεις του Κεφ. 148 εν σχέσει με το αστικό αδίκημα της δυσφήμισης αποτελούν θεμιτό περιορισμό της ελευθερίας του λόγου και είναι συμβατές με τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 19 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας («το Σύνταγμα»). (8) Αποδίδοντας στον εφεσίβλητο τον χαρακτηρισμό του συνομώτη, δηλαδή του ενόχου συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος (άρθρα 372 και 373 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ως αυτό τροποποιήθηκε στην συνέχεια), οι εφεσείοντες παραβιάζουν το θεμελιώδες δικαίωμά του στο τεκμήριο της αθωότητας. Το τεκμήριο της αθωότητας κατοχυρώνεται, ως θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα, από το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος και αποκλείει την απόδοση εγκληματικής πράξης σε άτομο από οιονδήποτε άλλον πλην από το νόμιμο και αρμόδιο Δικαστήριο, ως το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος ορίζει. Το δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 12.4 του Συντάγματος, είναι εξίσου θεμελιώδες με το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου. Η προστασία του τεκμηρίου της αθωότητας, επί τη βάσει του αστικού αδικήματος της δυσφήμησης, είναι παραδεκτή και επιβεβλημένη.
(ix) Παραμερισμός της πρωτόδικης κρίσης περί του ύψους των αποζημιώσεων στις αγωγές δυσφήμισης δικαιολογείται μόνον κατ’ εξαίρεσιν και μόνον εφ’ όσον διαπιστώνεται πως το επιδικασθέν ποσόν συνιστά εντελώς εσφαλμένη εκτίμηση της ζημιάς που υπέστηκε ο ενδιαφερόμενος.
(x) Εφ’ όσον ο επιτυχών ενάγων δεν αμφισβητεί, με το δικόγραφο που καταχωρίζει στο πλαίσιο της έφεσης εναντίον της πρωτόδικης απόφασης, το ύψος των υπέρ του επιδικασθεισών αποζημιώσεων, δεν δικαιούται να διεκδικεί αύξησή τους κατά την ακρόαση της έφεσης.
3.4. Οι σχέσεις μεταξύ της Ελληνικής και της Τουρκικής κοινότητας, τα μέλη του Νεοκυπριακού Συνδέσμου, το ψευδοκράτος, το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και το «Σχέδιο Ανάν»
3.4.1. Στην απόφαση Ατταλίδης ν. Ροδούλη (2004) 1 Α.Α.Δ. 1690, το επίδικο δημοσίευμα αναφέρεται στον εφεσείοντα ως έναν από τους Έλληνες Κυπρίους αξιωματούχους τους οποίους συνάντησε αλλοδαπός που συνέταξε έκθεση για τις σχέσεις μεταξύ της Ελληνικής και της Τουρκικής κοινότητας. Ο συντάκτης του δημοσιεύματος αναφέρει πως οι περισσότεροι από τους προαναφερθέντες αξιωματούχους «είναι γνωστοί Νεοκύπριοι» και επικρίνει την έκθεση ως «πισώπλατη μαχαιριά που δόθηκε στην Εθνική μας υπόθεση».
Το εφετείο απέρριψε την έφεση και επεκύρωσε, στην ολότητά της, την πρωτόδικη απόφαση. Το εφετείο παρέθεσε τις ακόλουθες αρχές δικαίου και νομικές σκέψεις:
(i) Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διεπίστωσε ότι το επίδικο δημοσίευμα αφορά σε ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και ότι ο εφεσείων υπήρξε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, δημόσιο πρόσωπο και υπό αυτήν την ιδιότητά του συναντήθηκε με τον αλλοδαπό συντάκτη της συγκεκριμένης έκθεσης.
(ii) Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απέδωσε δυσφημιστικό χαρακτήρα στην λέξη «Νεοκύπριος» εφ’ όσον αυτή δεν έχει κάποια συνήθη γραμματική ερμηνεία και εφ’ όσον αυτή, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν άγνωστη στο κοινό και στον μέσο αναγνώστη.
(iii) Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψιν μαρτυρία περί υπαινιγμού εφ’ όσον αυτή δεν αντιστοιχούσε με δικογραφημένες θέσεις του εφρσείοντος.
(iv) Το δημοσίευμα αναφέρεται στην συγκεκριμένη έκθεση και δεν προκύπτει πρόθεση του εφεσιβλήτου να πλήξει τον εφεσείοντα.
(v) Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων απέτυχε να αποδείξει κακή πίστη εκ μέρους του εφεσιβλήτου είναι ορθή και συνεπώς ορθά κρίθηκε ως βάσιμη η υπεράσπιση του έντιμου σχολίου.
(vi) Ο εφεσείων δεν υπέστηκε ζημιά από το δημοσίευμα. Αντιθέτως, η σταδιοδρομία του ακολούθησε ανοδική πορεία.
(vii) Επιδικάζοντας τα έξοδα υπέρ του εφεσιβλήτου (του εναγομένου στην αγωγή που απερρίφθηκε), το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια και εφάρμοσε ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα των εξόδων.
3.4.2. Στην απόφαση Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ κ.α. ν. Γενάρη (2011) 1 Α.Α.Δ. 1952, το επίδικο δημοσίευμα αναφέρεται στον εφεσίβλητο ως δημοσιογράφο, επιμελητή και παρουσιαστή εβδομαδιαίας τηλεοπτικής εκπομπής, διαμέσου της οποίας προωθείτο η Τουρκική προπαγάνδα όσον αφορά στην λύση του Κυπριακού προβλήματος.
Το εφετείο ομόφωνα απεδέχθηκε την έφεση και ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση. Το εφετείο παρέθεσε τις ακόλουθες αρχές δικαίου και νομικές σκέψεις:
(i) Σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη, απαιτείται η εξισορρόπηση αφ’ ενός της ελευθερίας του λόγου, η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 19 του Συντάγματος και το Άρθρο 10 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («η Ε.Σ.Δ.Α.»), και αφ’ ετέρου του δικαιώματος στην καλή φήμη και την υπόληψη, το οποίο διασφαλίζεται και από το Άρθρο 2 της Ε.Σ.Δ.Α. Στην νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων («το Ε.Δ.Α.Δ.»), εντοπίζεται η σύγχρονη τάση να περιορίζεται το δικαίωμα στην καλή φήμη και την υπόληψη χάριν της ελευθερίας του λόγου.
(ii) Η ελευθερία του λόγου δεν αφορά μόνον στις πληροφορίες και τις ιδέες που είναι αποδεκτές γιατί χαρακτηρίζονται από ηπιότητα ή γιατί είναι αδιάφορες. Η ελευθερία του λόγου αφορά και στις πληροφορίες και τις ιδέες που προκαλούν, σοκάρουν ή προσβάλλουν.
(iii) Οι προαναφερθείσες αρχές έχουν ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις δημοσιεύσεων στον Τύπο.
(iv) Είναι αναγκαίο όπως ο Τύπος μεταδίδει πληροφορίες και απόψεις επί πολιτικών ζητημάτων, ως, επίσης, και επί άλλων ζητημάτων δημόσιου ενδιαφέροντος.
(v) Το δικαίωμα του πολίτη για πλήρη και αντικειμενική ενημέρωση και για ελεύθερη διάδοση των ιδεών και των θέσεων επί ορισμένου ζητήματος δεν πρέπει να περιορίζεται με πρόσχημα την προστασία του ακροατή, του θεατή ή του αναγνώστη.
(vi) Ο δυσφημιστικός ή μη χαρακτήρας ορισμένου κειμένου πρέπει να εξετάζεται και επί τη βάσει των συνθηκών που ίσχυαν κατά τον χρόνο που αυτό δημοσιεύθηκε.
(vii) Η λέξη «προπαγάνδα» σημαίνει, πράγματι, την «συστηματική προσπάθεια που καταβάλλει κάποιος για επηρεασμό της κοινής γνώμης προς ορισμένη κατεύθυνση». Όμως, το δημοσίευμα σημαίνει πως η προπαγάνδα των Τούρκων Κυπρίων μετεδίδετο διαμέσου της εκπομπής του εφεσιβλήτου και όχι από τον ίδιο. Το δημοσίευμα δεν είναι δυσφημιστικό για τον εφεσίβλητο εφ’ όσον δεν καταλογίζει στο ίδιον προσωπικά είτε την μετάδοση είτε την προώθηση της προπαγάνδας των Τούρκων Κυπρίων. Ο εφεσίβλητος και η εκπομπή του δεν πρέπει να ταυτίζονται.
(viii) Ο αντικειμενικός, αμερόληπτος και δημοκρατικά σκεπτόμενος πολίτης θα ενέκρινε το γεγονός πως, διαμέσου της εκπομπής την οποίαν επιμελείτο και παρουσίαζε ο εφεσίβλητος, μετεδίδοντο και οι απόψεις των Τούρκων Κυπρίων, εφ’ όσον είναι ορθό να ακούεται και η άλλη, η αντίθετη άποψη.
(ix) Οι εφεσείοντες, οι οποίοι θεώρησαν πως διαμέσου της εκπομπής του εφεσιβλήτου μετεδίδετο η προπαγάνδα των Τούρκων Κυπρίων και οι οποίοι θεώρησαν το γεγονός αυτό αξιοκατάκριτο, είχαν κάθε δικαίωμα να εκφράσουν την επικριτική άποψή τους. Η έκφραση αυτής της επικριτικής άποψης προστατεύεται από το Άρθρο 10 της Ε.Σ.Δ.Α. και δεν συνιστά προσβολή της καλής φήμης και της υπόληψης του επιμελητή και παρουσιαστή της εκπομπής.
(x) Η δήλωση πως συγκεκριμένος Έλληνας Κύπριος προωθεί την Τουρκική προπαγάνδα δυνατόν να συνιστά δυσφήμιση εξ αιτίας των συνθηκών που εξακολουθούν να επικρατούν στο νησί καθώς και της διχογνωμίας που υπήρχε, κατά τον ουσιώδη χρόνο, όσον αφορά στο «Σχέδιο Ανάν».
(xi) Ο κανόνας της φυσικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τον οποίον πρέπει να ακούγονται οι θέσεις και των δύο πλευρών (audi alteram partem), πρέπει να τηρείται πάντοτε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ακόμη και εάν πρόκειται για θέσεις που ενοχλούν ή απογοητεύουν.
(xii) Η κρίση περί του μη δυσφημιστικού χαρακτήρα ορισμένου δημοσιεύματος καθιστά αχρείαστη την εξέταση των άλλων υπερασπίσεων.
3.4.3. Στην απόφαση Θεμιστοκλέους ν. Κουλία (2012) 1 Α.Α.Δ. 76, το επίδικο δημοσίευμα αναφέρεται στον εφεσείοντα ως πολιτικό ο οποίος συνεργάζεται επαγγελματικά και επ’ αμοιβή με μέλη της Τουρκικής κοινότητας και ο οποίος υιοθετεί την επιθυμία Τούρκων Κυπρίων ιθυνόντων για εγκατάλειψη του όρου «ψευδοκράτος», ως περιγραφικού του παράνομου καθεστώτος που εγκατεστάθηκε δια της βίας και επικρατεί στις κατεχόμενες περιοχές.
Το εφετείο ομόφωνα απεδέχθηκε την έφεση και ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση. Το εφετείο παρέθεσε τις ακόλουθες αρχές δικαίου και νομικές σκέψεις :
(i) Πρόσωπα ασχολούμενα με τα κοινά, όπως, παραδείγματος χάριν, οι πολιτικοί θέτουν αμέσως τον εαυτό τους σε μίαν ιδιάζουσα κατηγορία πολιτών: εφ’ όσον η αποδοχή τους εξαρτάται από τις πράξεις, την συμπεριφορά, τις δηλώσεις και τις τοποθετήσεις τους επί σοβαρών ζητημάτων, αυτοί θα πρέπει να δέχονται να υπόκεινται σε αμφισβήτηση και κριτική.
(ii) Σε περιπτώσεις όπως η προκειμένη, απαιτείται η εξισορρόπηση αφ’ ενός της ελευθερίας του λόγου και αφ’ ετέρου του δικαιώματος στην καλή φήμη και την υπόληψη. Η σύγχρονη τάση είναι να περιορίζεται το δικαίωμα στην καλή φήμη και την υπόληψη χάριν της ελευθερίας του λόγου.
(iii) Η διαπίστωση του δυσφημιστικού ή μη χαρακτήρα ενός δημοσιεύματος αποτελεί ζήτημα πραγματικό. Σχετικό κριτήριο αποτελεί η λογική αντίληψη του κειμένου του δημοσιεύματος. (iv) Ο δυσφημιστικός υπαινιγμός (innuendo) προκύπτει από τις φράσεις που χρησιμοποιούνται στο κείμενο και την επεκτεινόμενη ερμηνεία τους, σε συνδυασμό, ενδεχομένως, με γεγονότα εκτός κειμένου, τα οποία πρέπει να αποδεικνύονται. Ο δυσφημιστικός υπαινιγμός (innuendo) μπορεί να στοιχειοθετήσει χωριστό αγώγιμο δικαίωμα.
(v) Εν προκειμένω, οι δύο ενέργειες του εφεσείοντος, δηλαδή αφ’ ενός η είσπραξη του ποσού των £ 7.000 και αφ’ ετέρου οι έκφραση θέσεων περί του ψευδοκράτους, συνδέονται. Τα όσα δήλωσε ο εφεσίβλητος στοιχειοθετούν τον υπαινιγμό πως ο εφεσείων εξέφρασε τις απόψεις του περί του ψευδοκράτους αφού προηγουμένως εισέπραξε χρήματα από Τουρκική εταιρεία. Ο υπαινιγμός αυτός είναι δυσφημιστικός δεδομένης της πολιτικής κατάστασης που επικρατεί στην Δημοκρατία, της Τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης Τουρκικής κατοχής. Ο υπαινιγμός αυτός δυνατόν να προκαλέσει, στον μέσο λογικό ακροατή, συναισθήματα μίσους, περιφρόνησης και χλευασμού εναντίον του εφεσείοντος. Η περί του αντιθέτου κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.
(vi) Παρά το ότι ο πρωτόδικος δικαστής απεφάσισε ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί το αγώγιμο δικαίωμα, εντούτοις, όφειλε, επί τη βάσει καθιερωμένης πρακτικής, να προχωρήσει στην εξέταση και του ζητήματος των αποζημιώσεων και να υπολογίσει το ποσόν που θα επεδίκαζε στην περίπτωση επιτυχίας της αγωγής. Η παράλειψή του να το πράξει, οδηγεί στην παραπομπή της υπόθεσης για επανεκδίκαση, όσον αφορά στο ύψος της αποζημίωσης, από άλλον δικαστή.
3.4.4. Στην απόφαση στην Πολιτική Έφεση αρ. 59/2012 Μαύρος κ.α. ν Παπαπέτρου, ημερ. 29Μαΐου, 2018, το επίδικο δημοσίευμα, το οποίον υπογράφεται από τον εφεσείοντα, αναφέρεται στον εφεσίβλητο ως έναν πολιτικό που υποστηρίζει το «Σχέδιο Ανάν», το άνοιγμα των οδοφραγμάτων και την διέλευση των Ελλήνων Κυπρίων στις κατεχόμενες περιοχές.
Το εφετείο ομόφωνα απεδέχθηκε την έφεση και ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση. Το εφετείο παρέθεσε τις ακόλουθες αρχές δικαίου και νομικές σκέψεις:
(i) Στις υποθέσεις δυσφήμισης εξετάζεται κατά πρώτον το θεμελιακό ερώτημα του δυσφημιστικού ή μη χαρακτήρα του δημοσιεύματος.
(ii) Οι δηλώσεις που είναι ικανές να βλάψουν την καλή φήμη και την υπόληψη ορισμένου προσώπου διακρίνονται στις δηλώσεις γεγονότων και τις αξιολογικές κρίσεις. Εν αντιθέσει προς την ακρίβεια των δηλώσεων γεγονότων, η οποία μπορεί να αποδειχθεί, η ακρίβεια των αξιολογικών κρίσεων δεν προσφέρεται για απόδειξη.
(iii) Στις περιπτώσεις δυσφήμισης, η υποχρέωση του εναγομένου να αποδείξει την ακρίβεια των αξιολογικών κρίσεων του θα παρεβίαζε το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 10 της Ε.Σ.Δ.Α.
(iv) Για να είναι επιτρεπτή η υπέρμετρη αξιολογική κρίση, χρειάζεται να βασίζεται σε κάποιο πραγματικό γεγονός.
(v) Πρόσωπο το οποίο επιλέγει να πολιτευθεί, θέτει τον εαυτό του σε σκληρή κριτική και εξονυχιστική έρευνα. Τα όρια της κριτικής είναι ευρύτερα όταν αυτή αφορά σε πολιτικά πρόσωπα. Λαμβανομένων υπ’ όψιν των όσων γράφονται στο επίδικο δημοσίευμα και το πλαίσιο το γεγονότων που περιβάλλουν την δημοσίευση, την ιδιότητα του συντάκτη του (δημοσιογράφος) και την απουσία κακοπιστίας εκ μέρους του ως, επίσης, και την ιδιότητα του εφεσιβλήτου (γνωστού πολιτικού με μακρά σχετική δραστηριότητα), αυτό κρίνεται ως μη δυσφημιστικό: το επίδικο δημοσίευμα αναφέρεται αποκλειστικά στην πολιτική δράση του εφεσιβλήτου και τις πολιτικές θέσεις που αυτός εκπροσωπεί.
3.5. Πολιτική σάτιρα
Στην απόφαση Κουτσού ν. Μικελλίδη κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 1256, εντός προεκλογικής περιόδου για την ανάδειξη νέας σύνθεσης της Βουλής των Αντιπροσώπων, ο κειμενογράφος συμμετέχει στον δημόσιο πολιτικό διάλογο διαμέσου της δημοσίευσης σατιρικού κειμένου. Όπως κάθε μορφή σάτιρας, έτσι και το επίδικο δημοσίευμα, το οποίο συνιστά πολιτική σάτιρα, εκφράζει και προωθεί πολιτικές θέσεις διαμέσου της διακωμώδησης όλων των πολιτικών κομμάτων, των ιδεολογιών που αυτά πρεσβεύουν καθώς και των αρχηγών τους,
Το εφετείο απέρριψε την έφεση και επεκύρωσε, στην ολότητά της, την πρωτόδικη απόφαση. Παρέθεσε δε τις ακόλουθες αρχές δικαίου και νομικές σκέψεις:
(i) Εφ’ όσον η υπεράσπιση αρνείται τον δυσφημιστικό χαρακτήρα του δημοσιεύματος, το πρωτόδικο δικαστήριο όφειλε να εξετάσει το ερώτημα αυτό κατά προτεραιότητα. Η εξέταση και διαπίστωση του δυσφημιστικού χαρακτήρα του δημοσιεύματος προηγείται της εξέτασης των υπόλοιπων υπερασπίσεων.
(ii) Η διαπίστωση πως το δημοσίευμα αποτελεί πολιτική σάτιρα, αντανακλά στον χαρακτηρισμό του ως δυσφημιστικού ή όχι. Η πολιτική σάτιρα αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη ανοχή.
(iii) Για την διαπίστωση του δυσφημιστικού ή μη χαρακτήρα ενός δημοσιεύματος δεν απαιτείται να δοθεί μαρτυρία από τους διαδίκους. Κριτήριο αποτελεί η αντίληψη του αντικειμενικού αναγνώστη, ο οποίος είναι τοποθετημένος στο περιβάλλον του συγκεκριμένου δημοσιεύματος. Την αντίληψη αυτή εκφράζει το δικαστήριο.
(iv) Η πολιτική σάτιρα, χαρακτηριστικό της οποίας είναι η διατύπωση θέσεων με την χρήση υπερβολών και εξωπραγματικών καταστάσεων, κατ’ αρχήν δεν έχει δυσφημιστικό χαρακτήρα εφ’ όσον ο αντικειμενικός αναγνώστης δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις υπερβολές και τις εξωπραγματικές καταστάσεις στην κυριολεξία τους.
(v) Στην περίπτωση των δημοσίων προσώπων, η σάτιρα δυνατόν να είναι ακραία.